- γνάθου
- γνάθοςjawfem gen sgγναθόωhit on the cheekpres imperat act 2nd sgγναθόωhit on the cheekimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
μεσογνάθιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής γνάθου ή αυτός που βρίσκεται στο μέσο τής γνάθου 2. φρ. «μεσογνάθιο οστό» ανατ. μέρος τού οστού τής άνω γνάθου και κυρίως τού φατνιακού τόξου που αντιστοιχεί στους κοπτήρες … Dictionary of Greek
παραπίθηκος — Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος. Ένα τμήμα της κάτω γνάθου του με δόντια βρέθηκε το 1911 στα κοιτάσματα της κατώτερης ολιγοκαίνου από τον Γερμανό επιστήμονα Ο. Σλόσερ, κοντά στο Κάιρο. Το τμήμα αυτό βρέθηκε μαζί με υπολείμματα του… … Dictionary of Greek
παρωτίδα — (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
ρινοθήκη — η, Ν ζωολ. ονομασία που δίνεται μερικές φορές στην κεράτινη επένδυση τής άνω γνάθου τών πτηνών, όπου ανοίγουν τα ρουθούνια, μετά από τα οποία ο όρος αφορά την κεράτινη επένδυση τής κάτω γνάθου … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek
ATHLETICA — Hier. Mercuriali vitiosa Gymnasticae species appellata, hominibus robustis efficiendis (talis enim fuit Milo Crotonitata et Athleta ille, quem Olympiodorus τὰ βώλια comminuere solitum scripsit) quo in certaminibus victoriam reportare ac coronas… … Hofmann J. Lexicon universale
αγναθία — η η έλλειψη της κάτω γνάθου, τού σαγονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερητ. + γνάθος + καταλ. ία, πρβλ. νεολατιν. agnathia] … Dictionary of Greek
βραχυγναθισμός — ο ιδιοτυπία ορισμένων βραχυκέφαλων ατόμων, των οποίων τα δύο κύρια ημιμόρια της κάτω γνάθου είναι βραχύτερα του κανονικού … Dictionary of Greek